- μανιώδεις
- μανιώδηςlike madnessmasc/fem acc plμανιώδηςlike madnessmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανδρομανής — η (Α ἀνδρομανής) γυναίκα με μανιώδεις ερωτικές επιθυμίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + μανής < μαίνομαι] … Dictionary of Greek
κερνοφόρος — κερνοφόρος, ὁ, ἡ (Α) 1. ιερέας ή ιέρεια που μετέφερε το κέρνος* 2. (κατά τον Πολύδ.) «κερνοφόρος ὄρχημα, ὄρχησις» κατά τις τελετές τών Κορυβάντων («μανιώδεις δ εἰσὶν ὀρχήσεις, κερνοφόρος καὶ μόγγας», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρνος «τελετουργικό… … Dictionary of Greek
λύσσημα — λύσσημα, τὸ (Α) [λυσσώ (I)] 1. προσβολή από μανία, παραφροσύνη 2. στον πληθ. τὰ λυσσήματα μανιώδεις κινήσεις, μανιακές ορμές … Dictionary of Greek